- ανερεύνηση
- [-ις (-εως)] η1) поиски; розыски; 2) расследование; исследование, изучение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανερεύνηση — η (Μ ἀνερεύνησις) λεπτομερής έρευνα, εξέταση, ανίχνευση … Dictionary of Greek
ἀνερευνήσῃ — ἀνερευνήσηι , ἀνερεύνησις a searching out fem dat sg (epic) ἀνερευνάω search out aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀνερευνάω search out aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀνερευνάω search out fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)